- ούνης
- οὔνης (Α)(κατά τον Ησύχ.) «κλέπτης, κλεπτῶν συνηφαρεία».[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ούνει].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ούνει — οὔνει (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Αρκάδες) «δεῡρο δράμε». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὔνει, όπως και οι τ. οὔνης «κλέπτης», οὔνιος «δρομεύς, κλέπτης, πρέπει να έχουν προέλθει κατ αποκοπή από τα σύνθ. ἐριούνης και ἐριούνιος, λέξεις αβέβαιης σημασίας και… … Dictionary of Greek